- ισοβιότητα
- (Νομ.). Νομική σχέση ή κατάσταση η οποία, όταν είναι προορισμένη να διαρκέσει σε όλη τη ζωή του προσώπου στο οποίο αναφέρεται, λέγεται ότι είναι ισόβια.
* * *ηη ιδιότητα τού ισόβιου, το αμετακίνητο δικαίωμα ή προνόμιο κάποιου να διατηρεί μια ιδιότητα ή κατάσταση για όλη τη ζωή του («η ισοβιότητα τών δικαστών»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόβιος. Η λ. στον λόγιο τ. ίσοβιότης μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξ. Σούτσο].
Dictionary of Greek. 2013.